ναρδόσταχυς

ναρδόσταχυς
ο (ΑΜ ναρδόσταχυς)
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια βαλεριανίδες τής τάξης ρουβιώδη και από διάφορα είδη τού οποίου λαμβάνονται έλαια που χρησιμοποιούνται από την αρχαιότητα ακόμη στην αρωματοποιία και στη φαρμακευτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος «είδος αρωματικού φυτού» + στάχυς (πρβλ. και λατ. nardostachys)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νάρδος — Πολυετές φυτό της οικογένειας των Αγρωστιδών ή Γραμινιδών (μονοκοτυλήδονα), αυτοφυές στην Ελλάδα, σε ορεινές και αλπικές βοσκές. Η επιστημονική ονομασία του είναι νάρδος ο σφικτός. Αποκτά τη μορφή πυκνής χαμηλής πρασινόγκριζας τούφας, από την… …   Dictionary of Greek

  • στάχυς — Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεύτερος μετά τον απόστολο Ανδρέα επίσκοπος Κωνσταντινούπολης. Δεν είναι γνωστό, αν είναι εκείνος προς τον οποίο απόστολος Παύλος στέλνει ασπασμό (προς Ρωμαίους, επιστολή}. Η μνήμη του τιμάται, την 31η Οκτωβρίου …   Dictionary of Greek

  • ՍՄԲՈՒԼ — ( ) NBH 2 0724 Chronological Sequence: Unknown date գ. ՍՄԲՈՒԼ ναρδοστάχυς, ναρδοῦ σταχύς spica nardi. իտ. spiganardi. որ գրի եւ ՍՈՒՄԲՈՒԼ, կամ ՍՆԲՈՒԼ. ... Այլեւայլ ազնիւ տեսակ ծաղկանց՝ անուշահոտ եւ ազգի գունով. ազգ նարգոսի, եւ ձագախոտի, եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”